- Μιλήσια
- Μῑλήσια , Μιλήσιοςthe Milesiansneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μιλησία — Μῑλησίᾱ , Μιλήσιος the Milesians fem nom/voc/acc dual Μῑλησίᾱ , Μιλήσιος the Milesians fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μιλησίᾳ — Μῑλησίᾱͅ , Μιλήσιος the Milesians fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CAMELORUM Pili — in Caspiis olim fuêre mollissimi et ex iis confectae vestes ad delitias pertinebant. Aelian. Hist. l. 17. c. 34. Κάμηλοι δ᾿ ἀριθμοῦνται πλείους, αἱ μέγιςται κατὰ τοὺς ἵππους τοὺς μεγίςτους, δ᾿τβιχες ἄγαν. ἁπαλαὶ ράς εἰσι σφξ´δρα αἱ τούτων τρίχεξ … Hofmann J. Lexicon universale
EUCONTHEUS — Graece Εὐκονθεὺς, populus Atticae, cuius memoriam servat haec Inscr. stelae cuiusdam sepulchralis, Salamine. ΔΙΟΝΓΣΙΑ ΔΙΟΝΓΣΙΟΓ ΜΙΛΗΣΙΑ ΘΕΟΦΠΑΣΤΟΓ ΤΟΓ ΔΙΟΝΓΣΙΟΓ ΕΓΚΟΝΘΕΩΣ ΓΓΝΗ. Apud. I. Spon. Itin. Part. 3 … Hofmann J. Lexicon universale
υδάτινος — η, ο / ὑδάτινος, ίνη, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αποτελείται από νερό, υδατώδης (α. «υδάτινο στρώμα» β. «πνεύματα ὑδατινώτατα», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. παρασκευασμένος με νερό («υδάτινη βαφή» υδρόχρωμα, νερομπογιά) 2. μτφ. διαφανής («υδάτινες γραμμές» ή… … Dictionary of Greek
Ασπασία — I (5ος αι. π.Χ.).Μιλήσια εταίρα, κόρη του Αξίοχου. Το 455 π.Χ. εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου άσκησε επίδραση στην πνευματική, καλλιτεχνική και πολιτική κίνηση της πόλης, χάρη στην ευφυΐα και τη μόρφωσή της, και δέχτηκε τους μεγαλύτερους επαίνους … Dictionary of Greek
Περικλής — (Αθήνα περίπου το 490 π.Χ. 429 π.Χ.). Πολιτικός των αρχαίων Αθηνών. Γιος του Ξανθίππου, του νικητή της Μυκάλης*, και της Αγαρίστης, από το γένος των Αλκμεωνιδών, διαπαιδαγωγήθηκε από τον Αναξαγόρα, τον Ζήνωνα και τον Πρωταγόρα και μπήκε στην… … Dictionary of Greek